μελικηρίς

μελικηρίς
μελικηρίς, ή (ΑM)
1. (κατά τον Ευστάθ.) είδος αμπέλου
2. ιατρ. είδος μικρού εξανθήματος στο τριχωτό μέρος τού κεφαλιού, που μοιάζει με κηρήθρα, ή μικρού χελωνιού που εκκρίνει υγρό σαν μέλι
3. είδος πίτας ή γλυκίσματος που παρασκευάζεται με μέλι, μελόπιτα, κερόπιτα
4. κηρήθρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος + κατάλ. -ίς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • μελικηρίς — cyst fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίδα — μελικηρίς cyst fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίδας — μελικηρίς cyst fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίδες — μελικηρίς cyst fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίδι — μελικηρίς cyst fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίδος — μελικηρίς cyst fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίδων — μελικηρίς cyst fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίσι — μελικηρίς cyst fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελικηρίσιν — μελικηρίς cyst fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελίκηρον — μελίκηρον, τὸ (Α) 1. κερί που παράγεται από τις μέλισσες, μελισσοκέρι, κηρήθρα 2. είδος αμπέλου, μελικηρίς* («γεννᾱται δ ἐν τῷ ποταμῷ τούτῳ βοτάνη κεγχρῑτις προσαγορευομένη, μελικήρῳ παρόμοιος», Πλούτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μελίκηρος, με αλλαγή γένους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”